αργαλειός

αργαλειός
αργαλειός, ο και αργαλειό, το
ο υφαντικός ιστός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γούβα — η 1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος 2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές 3. αργαλειός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ ) τού άηχου (κ ) προς το ακολουθούν ηχηρό ( β ) κατ άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve] …   Dictionary of Greek

  • εργαλειός — ο αργαλειός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”